της

της
    I.
    τὴς
    -τι энкл. (gen. τινος - атт. του, эп.-ион. τεο и τευ; dat. τινι - эп.-атт. τῳ, ион. τεῳ; acc. τινα, τι; pl. τινες, τινα - n атт. тж. - не энкл. - ἄττα, ион. ἄσσα; gen. τινων - ион. τεων; dat. τισι - ион. τέοισι и τέοις; acc. τινας, τινα - ἄττα и ἄσσα)
    1) pron. indef.
    (1) кто(что)-л. кто(что)-нибудь, некто, нечто
    

ἄλλος δέ τις παρῆν ; Plat. — а присутствовал кто-л. еще?;

    φίλων τις Plat. — кто-нибудь из друзей;
    ἤ τις ἢ οὐδείς Her., Xen.; — кто-нибудь или никто, т.е. пожалуй никто

    (2) кто бы ни был, т.е. всякий, каждый, любой
    

πᾶς τις Her., Aesch.; — решительно всякий;

    οὐδείς τις Her. — ни один;
    ὧδε δέ τις εἴπεσκεν Hom. — вот что говорил каждый;
    ὅ τι τις ἐδύνατο Thuc. — кто как мог;
    εἰ δέ τι καὴ ἄλλο ἐνῆν Xen. — все, что вообще (там) имеется;
    ἄμεινόν τινος Dem. — лучше чем, кто бы то ни было

    (3) (в смысле 1 или 2 лица личного местоим. ; обычно в переводе опускается)
    

τί ἄν τις πᾶν ἐκλέγων μακρηγοροίη ; Thuc. — к чему (мне) рассказывать обо всем пространно?;

    βουλεύεσθαι πῶς τις τοὺς (πολεμίους) ἀπελᾷ Xen. — посовещаться, как (нам) прогнать неприятеля;
    ποῖ τις τρέψεται ; Arph. — куда (мне) деваться?

    (4) кое-что (важное), нечто (значительное)
    

δοκοῦντες εἶναί τι Plat. — те, которые кажутся людьми солидными;

    τὸ δοκεῖν τινες εἶναι προσειληφότες Dem. — стяжавшие внешний авторитет;
    οὔτοι ἀπόβλητον ἔπος εἶναι δεῖ, ἀλλὰ σκοπεῖν μή τι λέγωσι Plat. — не отвергать надо речи (мудрецов), а рассмотреть, не говорят ли они нечто дельное;
    λέγω τι ; или τὴ φημί ; Soph. — правду я говорю?, т.е. не правда-ли?

    (5) (преимущ. pl.) некоторые, несколько
    

ἡμέρας τινάς Thuc. — в течение нескольких дней;

    τῶν Ἑλλήνων τινές Xen. — некоторые из греков;
    ὀλίγοι τινές или τινὲς ὀλίγοι Thuc. — небольшое число

    (6) кто-то, кое-кто, один
    

μέν τις …, ὅ δέ … Plat. — один …, а другой …;

    τὸ μέν τι …, τὸ δέ … Her. — отчасти …, отчасти …, то …, то …

    2) adj. indef.
    (1) какой-нибудь, какой-то, некий
    

βασίλειόν τι Xen. — какой-то дворец;

    ὥς τις ἥλιος Aesch. — словно некое солнце;
    ἑπτά τινες Thuc. — каких-нибудь семь, около семи;
    ἐνιαυτόν τινα Thuc. — около года;
    οἷός τις и ποῖός τις Plat., Xen.; — каков, какой (только);
    πόσον τινὰ χρόνον ; Soph. — с какого это времени?, давно ли?;
    τῶν ἐγγύτατά τις πόλεων Xen. — один из ближайших городов

    3) τι (со смыслом или с оттенком наречия; часто в переводе опускается) как-нибудь, в некотором отношении, до известной степени
    

ἤν τι δύνωνται Thuc. — если только они могут;

    εἴ που δέοι τι Xen. — поскольку была какая-то необходимость;
    πολύ τι κάλλιστος Her. — гораздо лучший;
    ἦττον τι Thuc. — несколько менее;
    τάχα τι Thuc. — довольно быстро;
    πώς τι Xen. — как-то, в какой-то мере;
    οὐδέν τι (πάνυ) Xen. — никоим образом, никак

    II.
    τῆς
    gen. f к ὁ См. ο
    III.
    τῇς
    τῇς, τῇσι
    I
    эп.-ион. (= ταῖς) dat. pl. f к ὁ См. ο
    II
    и τῇσι эп.-ион. (= ταῖς) dat. pl. f к ὅς См. ος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Полезное


Смотреть что такое "της" в других словарях:

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • Τῆς ῥινὸς ἔλκειν. — τῆς ῥινὸς ἔλκειν. См. Водить за нос …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τῆς παιδείας τὰς μὲν ῥίζας εἶναι πικράς, γλυκεῖς δὲ τοὺς καρπούς. — Τῆς παιδείας (ἔφη Ἀριστοτέλης) τὰς μὲν ῥίζας εἶναι πικράς, γλυκεῖς δὲ τοὺς καρπούς. См. Корень ученья горек, а плоды сладки …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τῆς — ὁ lentil fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τῇς — ὁ lentil fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τῆς αὐτῆς κεραμείας. — См. Из одной глины …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • διατήρησης, αρχή της- — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική και αναφέρεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία σε όλα τα φαινόμενα που αφορούν την εξέλιξη ενός κλειστού συστήματος στον χρόνο, ένα ή περισσότερα φυσικά μεγέθη διατηρούν σταθερή την τιμή τους. Ένας νόμος… …   Dictionary of Greek

  • περιβολής, έριδα της- — Έτσι είναι γνωστή στην ευρωπαϊκή ιστορία η μακρόχρονη και οξύτατη πολιτικοθρησκευτική σύγκρουση ανάμεσα στον πάπα και στον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η έριδα κράτησε από το 1075 ώς το 1122 και είχε ως αφορμή την απόπειρα του… …   Dictionary of Greek

  • Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»